Είναι η ζωή στη γνώση και στα βιβλία ή στην πράξη μόνο και στην εμπειρία;
Δύο τα στρατόπεδα και καθένα βλέπει μόνο τη δική του θέση ως ορθή.
«Αν δε διαβάσεις, πώς θα ξέρεις;», λέει ο Κίτρινος.
«Αν δε βιώσεις, πώς θα μάθεις;», λέει ο Κόκκινος.
Μάχες επί μαχών και ανταλλαγές πυρών ξανά και ξανά.
Στην εκεχειρία πάνω, περνούν το διάλειμμά τους κάπου στη μέση, σ’ ένα τραπέζι ξύλινο σ’ ωραίο φυσικό περιβάλλον ανάμεσα στα στρατόπεδά τους.
Ένας τρίτος πόλος εμφανίζεται πάνω που έχουν τσουγκρίσει τα ποτήρια με κρασί 5-6 φορές και έχουν συζητώντας χαλαρώσει.
Μα κάτι έχει να προτείνει αυτός ο τρίτος που εμφανίστηκε στην κρίσιμη ώρα που κάμφθηκε για λίγο η ακαμψία. Ένα χρώμα άλλο έφερε στο τραπέζι. Μήτε κίτρινο, μήτε κόκκινο.
Μα, ποιος είναι αυτός που γεννήσανε με τα «εγώ» πιο μαζεμένα συνομιλώντας και όχι με τα όπλα παλεύοντας;
«Χρυσός. Είναι ο Χρυσός λέει».
«Από πού ξεφύτρωσε αυτός; Πώς γίνεται μωρέ το χρώμα το χρυσό»;
«Με κίτρινο και κόκκινο».
«Άστο καλό»!
«Λόγω τιμής! Και λόγω τομής· χρυσής τομής».
«Τι είναι αυτό»;
«Και να σου πω, δε θα καταλάβεις. Πού να σε μπλέκω τώρα με ευθείες και κλάσματα και Ευκλείδηδες και Φιμπονάτσηδες και «φ» και Πυθαγόρες».
«Μην αρχίζεις! Εκεχειρία δεν έχουμε; Εσύ μου την έμαθες τη λέξη. Να ρε παιδί μου, πώς μου είπες ‘εκεχειρία’ αυτό που εγώ είπα ‘διάλειμμα απ’ τους σκοτωμούς’; Έτσι πες μου τι θα σήμαινε στην πράξη αυτή η χρυσή τομή».
«Εντάξει, μεταφορικά είναι κάτι σαν ισορροπία, ας πούμε».
«Χμμ. Δεν είναι κακή η ισορροπία. Οπότε δεν είναι τόσο άχρηστος αυτός ο κυρ Χρυσός που ξεπετάχτηκε απ’ τη συζήτηση. Να τον κρατήσουμε»;
«Λες να είναι αυτό το μυστικό για αρμονία; Λες να είμαστε κι οι δύο χρήσιμοι, κι ο διαβαστερός Κίτρινος και ο της πράξης Κόκκινος; Λες να συνδυαστούμε με κατάλληλη αναλογία»;
«Δεν το είχαμε σκεφτεί νωρίτερα. Καλούτσικο φαίνεται».
«Τώρα; Τόσα όπλα και πυρομαχικά τι θα τα κάνουμε αφού σταματάμε τον πόλεμο»;
«Κάτσε να βεβαιωθούμε ότι δε βλέπουμε όνειρο και τα πετάμε μετά»…