Photo by Cristian Newman on Unsplash
Μεσημέρι Παρασκευής. Μπαίνω στην τράπεζα για μια δουλειά που θα χρειαζόταν περίπου τρία λεπτά παραμονής μου μπροστά στο ταμείο. Έχω τον αριθμό 258 στη σειρά εξυπηρέτησης και ο ηλεκτρονικός πίνακας με ενημερώνει ότι εκείνη τη στιγμή εξυπηρετείται το 222. Έχω δύο επιλογές: Να νευριάσω ή να αξιοποιήσω τον χρόνο αναμονής μου. Καταλήγω -ως συνήθως- στη δεύτερη. Βγάζω βιβλίο και διαβάζω. Δέκα λεπτά αργότερα, η πόρτα ανοίγει για να μπει η ευκαιρία μου να κάνω ακόμα πιο χρήσιμο τον χρόνο αναμονής.
Η κυρία Αριάδνη (λίγο αργότερα άκουσα το όνομά της και το αλλάζω εδώ για ευνόητους λόγους), μια υπερήλικη μορφή με υπέροχη αύρα, βαδίζει αργά -με βοηθό το τρίποδο μπαστούνι της- προς το ταμείο. Η διαδρομή μεγάλη -αφού τα ταμεία βρίσκονται στο βάθος του υποκαταστήματος- μα αυτό διόλου δεν την ενοχλεί. Όλοι οι υπάλληλοι τη γνωρίζουν. Σταματά ανά διαστήματα και κάνει κάποιο χωρατό, σχολιάζει κάτι, εξιστορεί κάτι που θυμήθηκε.
(Έχω βγάλει ήδη σημειωματάριο και στυλό από την τσάντα και καταγράφω)
Λεπτοκαμωμένη, μικροσκοπική αλλά με έναν αέρα που της δίνει μεγαλύτερο «όγκο». Μαλλιά ολόλευκα, ίσια, με περιποιημένο καρέ. Ροζ κραγιόν που έχει ξεφύγει αρκετά από το όριο των χειλιών. Μπλουζάκι με γιακά και φούστα κάτω από το γόνατο, όλα σε χρώμα μπεζ. Ένα χτενάκι κοσμεί την αριστερή πλευρά του κεφαλιού πάνω από το αυτί της. Δαχτυλίδι και στους δύο παράμεσους και τσάντα «τόσο όσο» μοντέρνα.
Γέλιο δυνατό, φωνή βραχνή, άρθρωση πεντακάθαρη, ρυθμός ομιλίας αργός (αλλά όχι χωρίς πυγμή). Αυτοσαρκασμός (της είπε μια υπάλληλος για το κραγιόν το μη οριοθετημένα βαλμένο και απάντησε «Μα, μήπως βλέπω πού βάζω καλή μου; 96 χρόνων είμαι»!), άνεση, βλέμμα σκάνερ. Κοιτάζει διεισδυτικά και εξεταστικά όσους βρίσκονται γύρω της καθώς περπατά.
Όταν πλησιάζει στο σημείο που κάθομαι, βλέπω τις ρυτίδες στο πρόσωπο, τις καφετί κηλίδες στο δέρμα, τα αποδεικτικά της φθαρτότητας του υλικού σώματος. Το ηθικό ακμαιότατο. Ο νους κοφτερός(φαίνεται από όλα τα σχόλια και τις συζητήσεις που κάνει).
Φτάνει στο ταμείο. Είναι για όλους δεδομένο ότι θα της δώσουμε τη σειρά μας. Έχει προτεραιότητα. Κανείς μας δε μιλά. Κανείς δε συνοφρυώνεται. Σιωπηλή συμφωνία σεβασμού σε αυτό που κάποτε θα γίνουμε και δεν ξέρουμε πώς θα είναι, μα φαντάζει δύσκολο. Σεβασμός, μούδιασμα, θάμπωμα από το γεμάτο κέφι και δύναμη στυλ της σχεδόν αιωνόβιας ύπαρξης που έχουμε μπροστά μας.
Κάνει χιούμορ και σχολιάζει τα πάντα όσο εξυπηρετείται. Βλέπω το μπράτσο της που κρέμεται και σκέφτομαι τι ενδιαφέρον άυλο θα έχω αφήσει εγώ πίσω μου όταν θα είναι έτσι και το δικό μου μπράτσο, αφού το σώμα μου, αυτή η παροδική κατοικία της Ύπαρξής μου, σίγουρα θα φύγει.
Υπογράφει με σταθερό χέρι. Υπογραφή γρήγορη, κοφτή και απλή (όπως φαντάζομαι από την κίνηση του χεριού). «Να ‘σαι καλά και να έχεις μνήμη, κορίτσι μου. Το βασικότερο. Τη μνήμη μη χάνεις.», είπε στην ταμία καθώς απομακρυνόταν.
Λίγο αργότερα τελειώνει μια ιστορία και λέει «Ευχαριστώ τον θεό που μου έδωσε γηρατειά ελεύθερα. Να κάνω ό,τι θέλω και κυρίως, να λέω ό,τι θέλω. Τόσα χρόνια ΄μη΄ και ‘μη’. Στο σχολείο, στο σπίτι, στη δουλειά. Τώρα δεν έχει άλλα ‘μη’»!
Είχα ήδη σημειώσει όλα όσα είχε πει και κυρίως, την κινησιολογία, τη στάση και τη γλώσσα του σώματος, τις εντυπώσεις μου από την άνεση και την ομορφιά της συσσωρευμένης εμπειρίας της.
Κάθισε σε χαμηλό κάθισμα κάπου στη μέση του διαδρόμου για να ψάξει κάτι στην τσάντα της. Όταν τελείωσα τη δουλειά μου στο ταμείο, την πλησίασα, γονάτισα, την κοίταξα κατάματα και της είπα «Σας ευχαριστώ. Σας παρακολουθώ από τη στιγμή που μπήκατε και είστε ένα ωραίο μάθημα. Με συγκινήσατε».
Μου είπε πολλά η Κεφαλλονίτισσα κυρία Αριάδνη. Ιστορίες και περιστατικά από την παιδική της -και όχι μόνο- ηλικία. Πήρα άδεια να τα συμπεριλάβω σε βιβλίο μου ως βιώματα κάποιας ηρωίδας του.
«Εμένα που με βλέπεις, από τα 60 πήρα ένα σακίδιο και γύρισα τρεις ηπείρους! Έδωσα στα παιδιά μου τα περισσότερα χρήματα που είχα μαζέψει και επένδυσα τα υπόλοιπα σε ταξίδια. Δεν ψώνισα στα ταξίδια αυτά, δεν έμπαινα σε ακριβά εστιατόρια. Αλλά πήγα όπου ήθελα, όπου λαχταρούσε η ψυχή μου»!
Έφυγα με πολλές εικόνες(το διαπεραστικό βλέμμα της καρφωμένο στο δικό μου για ώρα, ήταν η πιο δυνατή) , σημειώσεις και ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης για εκείνη τη μεγάλη «ουρά» που μπορεί να καθυστέρησε την εξυπηρέτησή μου αλλά μου χάρισε κάτι άλλο. Και μ’ αυτή την έννοια, δεν ήταν πια στέρηση χρόνου αλλά ωραία αξιοποίησή του.